οπτιμιστής

οπτιμιστής
ο, θηλ. -ίστρια
1. οπαδός τού οπτιμισμού
2. αισιόδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. optimiste < λατ. optimum «άριστο» + -iste].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οπτιμιστής — ο θηλ. ίστρια ο οπαδός του οπτιμισμού, ο αισιόδοξος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αισιόδοξος — η, ο 1. αυτός που διαπνέεται από αισιοδοξία, που ελπίζει σε ευτυχή έκβαση τών πραγμάτων, οπτιμιστής 2. αίσιος, ευνοϊκός «αισιόδοξη προοπτική». [ΕΤΥΜΟΛ. < αίσιος + δοξος < δόξα απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. όρου optimiste (βλ. αισιοδοξία).… …   Dictionary of Greek

  • οπτιμιστικός — ή, ό [οπτιμιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οπτιμισμό ή στον οπτιμιστή 2. αισιόδοξος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”